- υδροξυλίωση
- η, Νχημ. χημική αντίδραση κατά την οποία προσαρτώνται ομάδες υδροξυλίου στο μόριο μιας οργανικής ένωσης.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γαλλ. hydroxylation].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υδροξυλιώνω — Ν (συν. η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) υδροξυλιωμένος, η, ο (για χημ. ένωση) αυτός που έχει υποστεί υδροξυλίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδροξυλίωση με υποχωρητ. σχημ.] … Dictionary of Greek